λίθος

λίθος
ο (AM λίθος, ὁ Α και λίθος, ἡ)
1. τεμάχιο πετρώματος ή βράχου, πέτρα, λιθάρι (α. «τρηχὺς λίθος», Ομ. Ιλ.
β. «στερεὴ λίθος», Ομ. Οδ.
γ. «σοὶ δ' αἰεὶ κραδίη στερεωτέρη ἐστὶ λίθοιο», Ομ. Οδ.)
2. ιατρ. σύγκριμα που σχηματίζεται στα διάφορα όργανα και, κυρίως, στις ουροφόρους και χοληφόρους οδούς
3. φρ. α) «ὁ ἀναμάρτητος πρῶτος τὸν λίθον βαλέτω» — οι άνθρωποι πρέπει να είναι επιεικείς προς αυτούς που έκαναν κάποιο σφάλμα (ΚΔ)
β) «κινώ πάντα λίθον» — καταβάλλω κάθε προσπάθεια ή χρησιμοποιώ κάθε μέσο για να πετύχω κάτι
γ) «λυδία λίθος» — μελαψή σκληρή πέτρα που χρησιμοποιήθηκε αρχικά στη Λυδία και με την οποία ελεγχόταν ο βαθμός καθαρότητας τού χρυσού και τού αργύρου
δ) «φιλοσοφική λίθος» ή «λίθος ὁ οὐ λίθος» — φανταστική πέτρα την οποία αναζητούσαν οι αλχημιστές επειδή πίστευαν ότι με αυτήν θα μπορούσαν να μετατρέψουν κάθε μέταλλο σε χρυσό
ε) «ακρογωνιαίος λίθος» — το αγκωνάρι
νεοελλ.
1. γεωλ. στερεό και σκληρό σώμα ποικίλης χημικής σύστασης και ποικίλου σχήματος που οφείλει τον χρωματισμό του στην παρουσία αλάτων και οξειδίων τών μετάλλων
2. φρ. α) «εποχή τού λίθου» — λιθική εποχή
β) «θεμέλιος λίθος»
i) λίθος θεμελίου
ii) μτφ. βασική προϋπόθεση, βασικό στήριγμα
γ) «ακρογωνιαίος λίθος»
μτφ. βασικός συντελεστής ενός έργου ή μιας ενέργειας
δ) «οικοδομικός λίθος» — πέτρα που χρησιμοποιείται υπό μορφήν προσμίγματος στη σύνθεση τών σκυροκονιαμάτων ή κονιαμάτων στην οικοδομική τών λαξευτών λίθων
ε) «αργός λίθος» — η απελέκητη πέτρα που δεν μπορεί να χρησιμοποιηθεί πουθενά
στ) «πολύτιμοι λίθοι» — ορυκτά που χρησιμοποιούνται για την κατασκευή κοσμημάτων ή για τη διακόσμηση διαφόρων αντικειμένων
ζ) «ημιπολύτιμοι λίθοι» — ποικιλία ορυκτών, αξίας μικρότερης εκείνης τών πολύτιμων λίθων
η) «λίθος τής κολάσεως» — ο νιτρικός άργυρος
θ) «κυανούς λίθος» — ο θειικός χαλκός
ι) «καυστικός λίθος» — το καυστικό κάλιο
ια) «τεχνητοί λίθοι» — απομιμήσεις τών πολύτιμων λίθων
ιβ) (ως θηλ.) «λυδία λίθος» μτφ. κριτήριο βάσει τού οποίου ελέγχεται η τιμιότητα ή η ευθύτητα τού χαρακτήρα κάποιου
νεοελλ.-μσν.
1. βράχος
2. φρ. α) «λίθος ἐπὶ λίθου» ή «οὐκ ἔμεινε λίθος» — λέγεται για ολοσχερή καταστροφή
β) «έχω λίθο(ν)» — πάσχω από λιθίαση
μσν.
1. φρ. «τίμιος λίθος» — πολύτιμος λίθος
2. παροιμ. «λίθῳ λαλεῑς» — λεγόταν για αναίσθητα άτομα
μσν.-αρχ.
πολύτιμη πέτρα
αρχ.
1. λίθινος δίσκος
2. πετρώδης τόπος («πέφυκε λίθος ἄφθονος ἐξ οὖ...», Ξεν.)
3. ηλίθιος, ντουβάρι («ἡμέτερα κέρδη τῶν σοφῶν, ὄντες λίθοι», Αριστοφ.)
4. το βήμα τῆς Πνύκας ἡ βωμός στην αγορά τῶν Αθηνών («ἀναβὰς ἐπὶ τὸν τοῡ κήρυκος λίθον», Πλούτ.
β. «πρὸς τὸν λίθον ἄγοντες καὶ ἐξορκοῡντες», Δημοσθ.)
5. πιόνι σκακιού
6. (ως θηλ.) ἡ λίθος
α) ταφόπετρα («ἠσφαλίσαντο τὸν τάφον σφραγίσαντες τὸν λίθον μετά τῆς κουστωδίας», ΚΔ)
β) ιδιαίτερο είδος πέτρας
7. φρ. α) «ἡρακλεία λίθος» ή «μαγνῆτις λίθος» — ο μαγνήτης
β) «διαφανὴς λίθος» — είδος φακού
γ) «χυτὴ λίθος» — είδος υάλου)
δ) «λίθον ἕψω» — ματαιοπονώ, χάνω τον χρόνο μου
ε) «πρατὴρ λίθος» — είδος βήματος στο οποίο στεκόταν ο κήρυκας και πουλούσε δούλους σε δημοπρασίες
στ) «Δία λίθον ὄμνυμι» — ορκίζομαι στον Δία
ζ) «λίθοι χαλάζης» — χοντρό, δυνατό χαλάζι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Άγνωστης ετυμολ. Σύμφωνα με παλαιότερες απόψεις, η λ. συνδέεται είτε με το επίθ. λεῖος είτε με τη ρίζα που απαντᾶ στη λιθουαν. slidus «λείος» και lēdas «πάγος». Το ουσ. λίθος εμφανίζεται και ως θηλ., πιθ. κατά το πέτρα, προκειμένου να δηλώσει συγκεκριμένο είδος λίθου ή πολύτιμου λίθου («Λυδία λίθος»)
αλλαγή γένους με διαφορά σημ. εμφανίζεται και σε άλλες λ. (πρβλ. ὁ ἅλς «αλάτι», ἡ ἅλς «θάλασσα»).
ΠΑΡ. λιθάρι(-ιον), λιθικός, λίθινος, λιθιώ, λιθώδης, λιθώνω(-)
αρχ.
λίθαξ, λιθάς, λίθ(ε)ιος, λιθεύω, λιθίζω, λιθίς
αρχ.-μσν.
λιθάζω, λιθεία, λιθίδιον
μσν.
λιθερός, λιθιακός
νεοελλ.
λιθιά.
ΣΥΝΘ. (Για τα σύνθ. με Α' συνθετικό βλ. λιθ[ο]-). (Β' συνθετικό) ακρόλιθος, κουφόλιθος, λευκόλιθος, μονόλιθος, τρίλιθος, χρυσόλιθος
αρχ.
άλιθος, δροσόλιθος, ένλιθος, εξηκοντάλιθος, εύλιθος, κατάλιθος, λεπτόλιθος, μοχλόλιθος, ογδοηκοντάλιθος, ολόλιθος, σύλλιθος, τηκόλιθος, υγρόλιθος, υπόλιθος, φιλόλιθος, χαλκόλιθος, ψευδοχρυσόλιθος
νεοελλ.
αερόλιθος, αιματόλιθος, ακονόλιθος, ακροκυβόλιθος, αμμόλιθος, αντιμονόλιθος, αργιλόλιθος, αρθρόλιθος, ασβεστόλιθος, ασφαλτόλιθος, βρογχόλιθος, γαλακτόλιθος, γιγαντόλιθος, γωνιόλιθος, δακρυόλιθος, δακτυλιόλιθος, εντερόλιθος, ηπατόλιθος, κυβόλιθος, κυστόλιθος, λεβητόλιθος, λεπιδόλιθος, μετεωρόλιθος, μυλόλιθος, νεφρόλιθος, νομισματόλιθος, ξερόλιθος, ογκόλιθος, ουρανόλιθος ουρόλιθος, προστατόλιθος, πυριτόλιθος, πυρόλιθος, πωρόλιθος, ρινόλιθος, σπερματόλιθος, σταυρόλιθος, σφαιρόλιθος, σφηνόλιθος, σφραγιδόλιθος, σχιστόλιθος, τερατόλιθος, τιτανόλιθος, τοπαζόλιθος, τσιμεντόλιθος, υαλόλιθος, χαλκόλιθος, χαρτόλιθος, χολόλιθος, ψαμμόλιθος, ωτόλιθος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • λίθος — stone masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λίθος — ο 1. πέτρα: Ο δρόμος ήταν γεμάτος λίθους. 2. πολύτιμη πέτρα: Ασχολείται με εμπόριο πολύτιμων λίθων …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Λίθος κυλιόμενος φῦκος οὐ ποιεῖ. — См. Камень лежа мохом обростает …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Λίθος, οὐκ ἄνθρωπός ἐστι. — См. Камень …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • Λίθος — μήτε ὧτα μήτ’ ἐγκέφαλον ἔχων. — См. Камень …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • κογχυλιάτης λίθος — Ασβεστολιθικό πέτρωμα θαλάσσιας φάσης το οποίο αποτελείται από κελύφη κυρίως μαλακίων (ελασματοβραγχίων και γαστεροπόδων), τα οποία έχουν συγκολληθεί ισχυρά με ορυκτή κόλλα ασβεστίτη. Η όψη του είναι πολύ πορώδης, ενώ, εξεταζόμενος μακροσκοπικά,… …   Dictionary of Greek

  • ατράγιος λίθος — Είδος πολύχρωμου θεσσαλικού μαρμάρου μεγάλης σκληρότητας, από το οποίο κατασκευάστηκαν οι μονοκόμματες κολόνες της Αγίας Σοφίας στην Κωνσταντινούπολη. Το μάρμαρο εξορύσσεται κοντά στο χωριό Χασάμπαλη, στον νομό Λαρίσης …   Dictionary of Greek

  • κροκεάτης λίθος — Έκχυτο ηφαιστειακό πέτρωμα, της ομάδας των πορφυριτών. Τα κύρια ορυκτολογικά συστατικά του είναι πλαγιόκλαστο, μοσχοβίτης, αμφίβολοι και πυρόξενοι. Ο κ.λ. ήταν γνωστός και στην αρχαιότητα ως διακοσμητικό υλικό ανακτόρων, ναών, λουτρών κλπ.… …   Dictionary of Greek

  • λυδία λίθος — Μαύρη και λεία πέτρα πυριτικής σύστασης. Χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα για τον έλεγχο της περιεκτικότητας σε χρυσό των κοσμημάτων ή άλλων αντικειμένων. Αποτελεί μια ποικιλία ίασπι, που βρισκόταν σε αφθονία στην αρχαία Λυδία, απ’ όπου προήλθε …   Dictionary of Greek

  • Ναξία λίθος — Πολύ σκληρή πέτρα, που χρησιμοποιείτο ως ακονόπετρα. Αναφέρεται από πολλούς συγγραφείς και ιδιαίτερα από τον Πίνδαρο ως Ναξία ακόνα. Υποτίθεται πως η πέτρα αυτή υπήρχε στη νήσο Νάξο, αλλά αξιόπιστες πηγές αναφέρουν ότι προερχόταν από την αρχαία… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”